Όταν μιλάω για τη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα κυριολεκτικά μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Τι απίστευτη ταλαιπωρία! Τι χαμένος χρόνος! Για δώδεκα χρόνια κάποιος πήρε τον εγκέφαλο μου τον στρίμωξε από εδώ, τον στραμπούλιξε από κει και τον έχωσε σε ένα μικρό κουτάκι, μην τύχει και ξεμυτίσει και σκεφτεί δημιουργικά κάτι νέο. Αισθάνομαι σαν τις κινεζούλες που μεγάλωναν με τα πόδια σφιγμένα σφιχτά μέσα σε λουρίδες από ύφασμα για να μείνουν τα ποδαράκια τους ατροφικά και τόσο χαριτωμένα! Φυσικά μετά δεν μπορούσαν πια ποτέ να σταθούν όρθιες στα πόδια τους, δεν μπορούσαν να περπατήσουν χωρίς βοήθεια.
Η πορεία μου προς το Πανεπιστήμιο είναι ασφυκτικά γεμάτη λάθη δασκάλων, καθηγητών, του αναθεματισμένου ανώνυμου συστήματος που όλα μαζί μετέτρεψαν τη Μέση Εκπαίδευση στην προσωπική μου κόλαση. Ακόμα και σήμερα όποτε είμαι στρεσαρισμένη βλέπω στον ύπνο μου ότι γύρισα στο σχολείο. Με απελπισία προσπαθώ να εξηγήσω στους καθηγητές μου ότι έχω πτυχίο Πανεπιστημίου και μεταπτυχιακό και ότι δεν είναι δυνατόν να επιστρέψω στο θρανίο αλλά εκείνοι χαιρέκακα μου λένε ότι δεν εξετάστηκα σε όλα τα μαθήματα που προβλέπει ο νόμος και ότι πρέπει να παρακολουθήσω τα μαθήματα και να δώσω συμπληρωματικές εξετάσεις. Ξυπνάω με ένα συναίσθημα πανικού και αποτυχίας.
Μετράω λοιπόν τα λάθη με αγανάκτηση και ξεκινάω πραγματικά από την απαρχή.
Υπάρχουν κάποιες σχολικές ιστορίες μου που συνορεύουν ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Συνέβησαν κάποτε ή τις φαντάστηκα; Ρωτάω τους γονείς μου και τους παλιούς συμμαθητές μου καμιά φορά να βεβαιωθώ και έχω ενδείξεις οτι ακόμα και εάν τα γεγονότα μου φαίνονται υπόπτως ομιχλώδη είναι πραγματικά.
Νήπιο πήγα ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου. Οι γονείς μου εργαζόμενοι και οι δύο πανηγύριζαν για αυτή την ευχάριστη συγκυρία. Ο νηπιακός σταθμός ήταν ένα παλιό κτίριο, το οποίο το έβλεπα πάντοτε σαν ένα χώρο γοητευτικό. Είχε μωσαϊκό για πάτωμα, και παγκάκια για τα παιδιά. Η αίθουσα ήταν μικρή και είχε στη μια πλευρά της τζαμαρία. Στο πίσω μέρος, νομίζω, υπήρχαν κάτι σκαλάκια που οδηγούσαν κάτω σε ένα ημι-φωτισμένο χώρο όπου βρισκόταν η τουαλέτα. ο κήπος του όμως μου φαινόταν ιδιαίτερα όμορφος με πεύκα και χώμα τέλειος για σκανταλιές. Όλα λοιπόν ξεκινούσαν ευοίωνα, μέχρι που ξαφνικά δεν ήθελα να διασχίσω το δρόμο και να πάω απέναντι μαζί με τα άλλα παιδάκια. Οι γονείς μου φέρθηκαν πονηρά. Δεν με πίεσαν, δεν φώναξαν αλλά με απορία με ρώτησαν γιατί δεν ήθελα πια να παίζω με τους συμμαθητές μου. Νομίζω ότι δεν απάντησα ποτέ σε αυτές τις ερωτήσεις. Τελικά η επίσκεψη της λίγο μεγαλύτερης και αγαπημένης συνεργού στην σκανταλιά εξαδέλφης μου στάθηκε η αφορμή να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Με το που έφτασε η Μ. να μείνει μαζί μας άρχισε να με τριβελίζει: "Πάμε απέναντι να παίξουμε με τα παιδιά, πάμε απέναντι πάμε να παίξουμε κτλ." Δεν ήθελα με τίποτα. Αλλά οι φωνές και τα γέλια του παιχνιδιού τρύπωναν στο σπίτι και σαν σειρήνες την καλούσαν. "Πάμε απέναντι, πάμε" έλεγε διαρκώς και η μητέρα μου άδραξε την ευκαιρία να με πιέσει και εκείνη λιγάκι να με πείσει να επιστρέψω στο νηπιαγωγείο. Τελικά αγανάκτησα και υποχώρησα. Έπιασα όμως την Μ. στην άκρη και της είπα: "Να ξέρεις εάν γυρίσεις με μαυρισμένο μάτι δεν φταιω εγώ εντάξει; Είσαι υπεύθυνη του εαυτού σου!" Και πήγαμε! Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι το βράδυ τη μάνα μου να βάζει πάγο στο μάτι της εξαδέλφης μου και να προσπαθεί απορημένη να μάθει τι έγινε. Η όλη σκηνή είναι πολύ σουρεαλιστική για να είναι αληθινή. Ρώτησα λοιπόν πρόσφατα την Μ. εάν έχει καμιά τέτοια ανάμνηση και εκείνη έβαλε τα γέλια και μου είπε ότι το θυμάται αλλά δεν ήταν σίγουρη και εκείνη εάν αυτό είχε συμβεί ποτέ ή όχι. Η μητέρα μου δεν θυμάται το περιστατικό αλλά θυμάται πολύ καλά τη συνέχεια.
Τι συνέβαινε λοιπόν στον αθώο νηπιακό σταθμό ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας; Τα παιδιά είχαν χωριστεί σε 2 ομάδες και σε κάθε διάλειμμα έπαιζαν οργανωμένα ξύλο. Νέα στην τάξη παρέμενα αταξινόμητη και έπρεπε να προστατέψω τον εαυτό μου και από τις δύο ομάδες. Η εξαδέλφη όμως δεν είχε τόσο ακονισμένα ένστικτα επιβίωσης και από την πρώτη της εμφάνιση στον νηπιακό υπέστη τις συνέπειες. Και τώρα φτάνουμε στο μεγάλο ερώτημα: "πως έφτασαν τα παιδάκια να καταλήξουν σε αυτό το ξέσπασμα της βίας; Και εδώ μπαίνουμε σε ιστορίες που εγώ δεν θυμάμαι σχεδόν καθόλου αλλά η μάνα μου θυμάται πολύ καλά. Η δασκάλα για τιμωρία κλείδωνε κάθε πιτσιρίκι που έκανε φασαρία στην υπόγεια μισοσκότεινη τουαλέτα. Απειλούσε δε με ξυλιές στον ποπό. Δεν ξέρω πόση ώρα κράταγε η φυλάκιση. Mπορεί να ήταν 10 λεπτά αλλά εμένα μου φαινόταν ώρες. Δεν ξέρω και εάν τις έδωσε αυτές τις ξυλιές ποτέ σε κάποιον αλλά σε μένα φάνηκε ότι τις είδα και ότι άκουσα το θύμα να φωνάζει με πόνο. Προσωπικά δεν τιμωρήθηκα ποτέ αλλά τη φοβόμουνα πολύ αυτή την τουαλέτα σαν ένα μπουντρούμι μέσα στο οποίο κόσμος σαν να χανόταν και σαν να εξαφανιζόταν χωρίς επιστροφή. Εκείνο όμως που με τρόμαζε πάνω από όλα ήταν ότι δεν μπορούσα να καταλάβω τι δεν έπρεπε να κάνω ώστε να μην επισύρω την οργή και κατά συνέπεια την τιμωρία. Η τιμωρία μου έμοιαζε παράλογη και τυχαία σαν κεραυνός εν αίθρια.
Όταν τελείωσε η επίσκεψη της Μ. με έπιασε η μητέρα μου και χωρίς να αφήσει περιθώριο για υπεκφυγές (είχαν την τάση να αποφεύγω να απαντήσω και να διαφεύγω απ’ ότι δυσάρεστο μέσα σε ένα φαντασιακό κόσμο) να μάθει την αλήθεια. Οι γονείς μου πλήρωσαν ένα ιδιωτικό παιδικό σταθμό κοντά στη δουλειά τους όπου τελείωσα το προπαρασκευαστικό σχολείο χωρίς άλλες περιπέτειες. Η δε δασκάλα παρά τις διαμαρτυρίες της ότι δεν έπραξε ποτέ τις ειδεχθείς της πράξεις αποχώρησε.
Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη μου επαφή με το σχολείο.
Εάν νομίζετε ότι όλα αυτά έγιναν σε προηγούμενο αιώνα σε κάποια άγρια επαρχία να σας αποκαλύψω εδώ ότι διανύω την τρίτη μου δεκαετία και ότι ήμουν σχεδόν πάντοτε κάτοικος Αττικής.
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010
Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010
Μάθε παιδί μου γράμματα...
Έχετε δει ποτέ την ελληνική ταινία "Μάθε παιδί μου γράμματα"; Ε αυτή η ταινία πολύ μου ταίριαξε για πολλούς λόγους.
Εάν ποτέ προσπαθούσα να ξεχωρίσω ποίο ήταν το επιμύθιο των γονικών κηρυγμάτων κατά την παιδική μου ηλικία θα ήταν ακριβώς αυτό: Μάθε παιδί μου γράμματα...Εντάξει είπαν και όλα τα υπόλοιπα, να είσαι καλή, να σέβεσαι τους γύρω σου, να αναλαμβάνεις τις ευθύνες των πράξεων σου αλλά πάνω σχεδόν από όλα μου έδωσαν ευχή (και κατάρα ίσως) να σπουδάσω, να διαβάσω, να ακούσω, να δω και να καλλιεργήσω τον εαυτό μου. Ξέχασαν οι κακόμοιροι να μου πουν να βρω επάγγελμα και χρήματα ώστε να επιβιώνω και τώρα το πληρώνουν.
Πέρα όμως από την επιθυμία αυτή των γονιών μου η ταινία τούτη στοίχειωσε με ένα τρόπο φανταστικό και παράδοξο την παιδική μου ηλικία. Μέναμε τότε στο ενοίκιο. Οι σπιτονοικοκύρηδες ήταν ένα ζευγάρι οικείο και φιλικό. Για μένα ήταν σαν παππούδες ή θείοι. Και εκείνοι με έβλεπαν σαν ένα πρόωρο εγγόνι που τα απομεσήμερα τους έφτιαχνε ελληνικό καφέ στο γκάζι, φλυαρούσε ασταμάτητα και άκουγε με περιέργεια τις κουβέντες τους. Στην Α' δημοτικού μετακομίσαμε στο δικό μας σπίτι. Η μετακόμιση αυτή όμως καθόλου δεν μου άρεσε. Έτσι μετά το τέλος της σχολική ώρας αντί να πάρω τον πάνω δρόμο, έπαιρνα τον κάτω. Ασυναίσθητα έλεγα δικαιολογίες στον εαυτό μου: "Που να ανεβαίνεις την ανηφόρα τώρα;" Ή "όλη η παρέα μου πάει προς τα κάτω, βαριέμαι να περπατάω μόνη μου." Υπολόγιζα πόση ώρα μπορούσα να κερδίσω μέχρι να πάρει η μάνα μου χαμπάρι ότι δεν ερχόμουν από το σχολείο και να πάρει το αυτοκίνητο να έρθει να με μαζέψει από το παλιό μας σπίτι. Η ώρα αυτή που έκλεβα ήταν πάντοτε, μα κάθε μεσημέρι, αφιερωμένη στο "Μάθε παιδί μου γράμματα". Πήγαινα στους παλιούς σπιτονοικοκύρηδες τους έλεγα δυο κουβέντες και τους ζήταγα να μου βάλουν να δω στο βίντεο το "Μάθε παιδί μου γράμματα." Το βίντεο τότε ήταν πρόσφατη ανακάλυψη και νέα πολυτέλεια. Εμείς δεν είχαμε. Οι γονείς μου, κατά της τηλεόρασης από τότε, δεν έβλεπαν κανένα λόγο να αγοράσουν ένα μηχάνημα που να μπορεί να αντιγράψει και να αναπαράγει το χαζοκούτι.
Δεν ξέρω τι με ωθούσε σε αυτή την καθημερινή ιεροτελεστία. Ίσως να ήταν η δυνατότητα της ακριβής επανάληψης που με συνάρπαζε. Κάθε μέρα ο ίδιος κόσμος με τα ίδια πρόσωπα τα ίδια λόγια. Στο τέλος τα είχα μάθει απέξω και τα έλεγα μαζί με τους ηθοποιούς. Αλλά ακόμα και η ταινία μου φαινόταν πολύ περίεργη. Έκρυβε μέσα της πληθώρα από υπονοούμενα και μυστικά. Κάθε φορά πήγαινα και ρώταγα την Ε. και τον Γ. τι εννοούσε ο ήρωας όταν έλεγε το ένα ή το άλλο και εκείνοι χαμογελούσαν και προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν την πρόσφατη Ελληνική ιστορία, το μεγάλο μυστικό, τον Εμφύλιο. Και κάθε φορά κάτι καινούργιο κέντριζε το ενδιαφέρον μου για να ρωτήσω, και να προσπαθήσω να καταλάβω.
Θυμάμαι δε ένα ακόμα παράδοξο περιστατικό. Ένα μεσημέρι ανακάλυψα ένα εισβολέα στο σαλόνι, στη θέση μου μπροστά στην τηλεόραση. Ένα άλλο πιτσιρίκι είχε έρθει επίσκεψη και ετοιμαζόταν να παρακολουθήσει την αγαπημένη μου ταινία. Πήρα την θέση δίπλα του με μια διάθεση ανταγωνισμού και ζηλοτυπίας. Αλλά και εκείνος δεν ήταν αρχάριος. Λίγο αργότερα καταλήξαμε σε μια συμφωνία. Θα έλεγα εγώ συγχρονισμένα με τις γυναίκες ηθοποιούς τις ατάκες τους και εκείνος θα έλεγε τα αντρικά λόγια. Διαγωνιζόμασταν ποιος θα κάνει το λάθος και δεν θα θυμηθεί τα λόγια αλλά κανείς από τους δύο δεν έχασε ούτε μία συλλαβή. Και εκείνος όπως και εγώ είχε δει το έργο αμέτρητες φορές. Τι είδους μαγεία ασκούσε επάνω μας;
Μου ταιριάζει όμως, και σήμερα ακόμα, με ένα τρόπο γλυκόπικρο. Θυμάμαι από τότε τον χαρακτήρα που έπαιζε ο Τσάκωνας να μετράει στα δάχτυλα των χεριών τα χρόνια των σπουδών του: " Έξι χρόνια στο δημοτικό, έξι χρόνια στο γυμνάσιο, έξι χρόνια στο Πανεπιστήμιο στο Εξωτερικό, και έξι χρόνια μέχρι να πάω σχολείο συνολο 30 και τα άλλα έξι μέχρι τα 36 πού είμαι τι έγιναν;" Τα ψάχνει ο άμοιρος σε όλη την ταινία και ποτέ δεν τα βρίσκει. Και ο πατέρας του ψάχνει το σγουρομάλλικο αγόρι που έστειλε στο εξωτερικό να σπουδάσει και δεν το βρίσκει γιατί μπροστά του έχει ένα καραφλό γεροντοπαλίκαρο. Και μετά από τόσα χρόνια και τόσες σπουδές πως ασχολείται ο διαπρεπής επιστήμονας; Παίζει με πάθος και δεξιοτεχνία τάβλι γιατί δεν έχει κάτι άλλο να κάνει. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να τον αξιοποιήσει και δεν μπορεί να τον απορροφήσει. Όταν ήμουν μικρή γέλαγα με αυτή την ατάκα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μέσα στο έργο. Σήμερα όμως μετράω και εγώ: 6 χρόνια στο δημοτικό, 3 στο γυμνάσιο, 3 στο λύκειο, 4 στο Πανεπιστήμιο, 1 στο μεταπτυχιακό και 6 στο διδακτορικό και μου μένει ένα αίσθημα απώλειας χρόνου. Όλα όσα έκανα, όλα όσα έμαθα, θα μπορούσα να τα είχα μάθει σε λιγότερο χρόνο και λιγότερο επώδυνα. Και τώρα; Αγωνίζομαι να προστατεύσω όσα κατέκτησα σε μια χώρα και σε μια κοινωνία που κυριολεκτικά δεν δίνει δεκάρα για τον πλούτο μου. Και το χειρότερο...Δεν είμαι μόνη. Ξέρω κι άλλους πολλούς σε αυτή την τρύπα και η ιστορία μου είναι τόσο κοινότοπη που ίσως δεν αξίζει καν blog.
Και μένω με μια φράση από το πολυ-ιδωμένο έργο μου. Κι ας αναφέρεται σε μια περίοδο 60 χρόνια πριν, ακόμα ισχύει:Το σχολείο που φτιάξατε δεν μας αγκαλιάζει, δεν το φτιάξατε για εμάς...
http://www.youtube.com/watch?v=0WRtZJ5SJZY
Εάν ποτέ προσπαθούσα να ξεχωρίσω ποίο ήταν το επιμύθιο των γονικών κηρυγμάτων κατά την παιδική μου ηλικία θα ήταν ακριβώς αυτό: Μάθε παιδί μου γράμματα...Εντάξει είπαν και όλα τα υπόλοιπα, να είσαι καλή, να σέβεσαι τους γύρω σου, να αναλαμβάνεις τις ευθύνες των πράξεων σου αλλά πάνω σχεδόν από όλα μου έδωσαν ευχή (και κατάρα ίσως) να σπουδάσω, να διαβάσω, να ακούσω, να δω και να καλλιεργήσω τον εαυτό μου. Ξέχασαν οι κακόμοιροι να μου πουν να βρω επάγγελμα και χρήματα ώστε να επιβιώνω και τώρα το πληρώνουν.
Πέρα όμως από την επιθυμία αυτή των γονιών μου η ταινία τούτη στοίχειωσε με ένα τρόπο φανταστικό και παράδοξο την παιδική μου ηλικία. Μέναμε τότε στο ενοίκιο. Οι σπιτονοικοκύρηδες ήταν ένα ζευγάρι οικείο και φιλικό. Για μένα ήταν σαν παππούδες ή θείοι. Και εκείνοι με έβλεπαν σαν ένα πρόωρο εγγόνι που τα απομεσήμερα τους έφτιαχνε ελληνικό καφέ στο γκάζι, φλυαρούσε ασταμάτητα και άκουγε με περιέργεια τις κουβέντες τους. Στην Α' δημοτικού μετακομίσαμε στο δικό μας σπίτι. Η μετακόμιση αυτή όμως καθόλου δεν μου άρεσε. Έτσι μετά το τέλος της σχολική ώρας αντί να πάρω τον πάνω δρόμο, έπαιρνα τον κάτω. Ασυναίσθητα έλεγα δικαιολογίες στον εαυτό μου: "Που να ανεβαίνεις την ανηφόρα τώρα;" Ή "όλη η παρέα μου πάει προς τα κάτω, βαριέμαι να περπατάω μόνη μου." Υπολόγιζα πόση ώρα μπορούσα να κερδίσω μέχρι να πάρει η μάνα μου χαμπάρι ότι δεν ερχόμουν από το σχολείο και να πάρει το αυτοκίνητο να έρθει να με μαζέψει από το παλιό μας σπίτι. Η ώρα αυτή που έκλεβα ήταν πάντοτε, μα κάθε μεσημέρι, αφιερωμένη στο "Μάθε παιδί μου γράμματα". Πήγαινα στους παλιούς σπιτονοικοκύρηδες τους έλεγα δυο κουβέντες και τους ζήταγα να μου βάλουν να δω στο βίντεο το "Μάθε παιδί μου γράμματα." Το βίντεο τότε ήταν πρόσφατη ανακάλυψη και νέα πολυτέλεια. Εμείς δεν είχαμε. Οι γονείς μου, κατά της τηλεόρασης από τότε, δεν έβλεπαν κανένα λόγο να αγοράσουν ένα μηχάνημα που να μπορεί να αντιγράψει και να αναπαράγει το χαζοκούτι.
Δεν ξέρω τι με ωθούσε σε αυτή την καθημερινή ιεροτελεστία. Ίσως να ήταν η δυνατότητα της ακριβής επανάληψης που με συνάρπαζε. Κάθε μέρα ο ίδιος κόσμος με τα ίδια πρόσωπα τα ίδια λόγια. Στο τέλος τα είχα μάθει απέξω και τα έλεγα μαζί με τους ηθοποιούς. Αλλά ακόμα και η ταινία μου φαινόταν πολύ περίεργη. Έκρυβε μέσα της πληθώρα από υπονοούμενα και μυστικά. Κάθε φορά πήγαινα και ρώταγα την Ε. και τον Γ. τι εννοούσε ο ήρωας όταν έλεγε το ένα ή το άλλο και εκείνοι χαμογελούσαν και προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν την πρόσφατη Ελληνική ιστορία, το μεγάλο μυστικό, τον Εμφύλιο. Και κάθε φορά κάτι καινούργιο κέντριζε το ενδιαφέρον μου για να ρωτήσω, και να προσπαθήσω να καταλάβω.
Θυμάμαι δε ένα ακόμα παράδοξο περιστατικό. Ένα μεσημέρι ανακάλυψα ένα εισβολέα στο σαλόνι, στη θέση μου μπροστά στην τηλεόραση. Ένα άλλο πιτσιρίκι είχε έρθει επίσκεψη και ετοιμαζόταν να παρακολουθήσει την αγαπημένη μου ταινία. Πήρα την θέση δίπλα του με μια διάθεση ανταγωνισμού και ζηλοτυπίας. Αλλά και εκείνος δεν ήταν αρχάριος. Λίγο αργότερα καταλήξαμε σε μια συμφωνία. Θα έλεγα εγώ συγχρονισμένα με τις γυναίκες ηθοποιούς τις ατάκες τους και εκείνος θα έλεγε τα αντρικά λόγια. Διαγωνιζόμασταν ποιος θα κάνει το λάθος και δεν θα θυμηθεί τα λόγια αλλά κανείς από τους δύο δεν έχασε ούτε μία συλλαβή. Και εκείνος όπως και εγώ είχε δει το έργο αμέτρητες φορές. Τι είδους μαγεία ασκούσε επάνω μας;
Μου ταιριάζει όμως, και σήμερα ακόμα, με ένα τρόπο γλυκόπικρο. Θυμάμαι από τότε τον χαρακτήρα που έπαιζε ο Τσάκωνας να μετράει στα δάχτυλα των χεριών τα χρόνια των σπουδών του: " Έξι χρόνια στο δημοτικό, έξι χρόνια στο γυμνάσιο, έξι χρόνια στο Πανεπιστήμιο στο Εξωτερικό, και έξι χρόνια μέχρι να πάω σχολείο συνολο 30 και τα άλλα έξι μέχρι τα 36 πού είμαι τι έγιναν;" Τα ψάχνει ο άμοιρος σε όλη την ταινία και ποτέ δεν τα βρίσκει. Και ο πατέρας του ψάχνει το σγουρομάλλικο αγόρι που έστειλε στο εξωτερικό να σπουδάσει και δεν το βρίσκει γιατί μπροστά του έχει ένα καραφλό γεροντοπαλίκαρο. Και μετά από τόσα χρόνια και τόσες σπουδές πως ασχολείται ο διαπρεπής επιστήμονας; Παίζει με πάθος και δεξιοτεχνία τάβλι γιατί δεν έχει κάτι άλλο να κάνει. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να τον αξιοποιήσει και δεν μπορεί να τον απορροφήσει. Όταν ήμουν μικρή γέλαγα με αυτή την ατάκα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μέσα στο έργο. Σήμερα όμως μετράω και εγώ: 6 χρόνια στο δημοτικό, 3 στο γυμνάσιο, 3 στο λύκειο, 4 στο Πανεπιστήμιο, 1 στο μεταπτυχιακό και 6 στο διδακτορικό και μου μένει ένα αίσθημα απώλειας χρόνου. Όλα όσα έκανα, όλα όσα έμαθα, θα μπορούσα να τα είχα μάθει σε λιγότερο χρόνο και λιγότερο επώδυνα. Και τώρα; Αγωνίζομαι να προστατεύσω όσα κατέκτησα σε μια χώρα και σε μια κοινωνία που κυριολεκτικά δεν δίνει δεκάρα για τον πλούτο μου. Και το χειρότερο...Δεν είμαι μόνη. Ξέρω κι άλλους πολλούς σε αυτή την τρύπα και η ιστορία μου είναι τόσο κοινότοπη που ίσως δεν αξίζει καν blog.
Και μένω με μια φράση από το πολυ-ιδωμένο έργο μου. Κι ας αναφέρεται σε μια περίοδο 60 χρόνια πριν, ακόμα ισχύει:Το σχολείο που φτιάξατε δεν μας αγκαλιάζει, δεν το φτιάξατε για εμάς...
http://www.youtube.com/watch?v=0WRtZJ5SJZY
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)